ἀντικαταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντικαταλαμβάνω Low diacritics: αντικαταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antikatalambánō Transliteration B: antikatalambanō Transliteration C: antikatalamvano Beta Code: a)ntikatalamba/nw

English (LSJ)

A take possession of in turn, Ti.Locr.102d. II = ἀντιλαγχάνω, δίκην Pl.Com.9D. III occupy in opposition, λόφον D.C.36.47, cf. 42.31.

German (Pape)

[Seite 252] (s. λαμβάνω), dagegen einnehmen, Tim. Locr. 102 d; Dio C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαταλαμβάνω: καταλαμβάνω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 102 D.

Spanish (DGE)

1 ocupar a su vez τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2 jur. responder con otro proceso Pl.Com.103A.

Greek Monolingual

ἀντικαταλαμβάνω)
καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο
αρχ.
φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» — κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαταλαμβάνω: в свою очередь завладевать Plat.