ἐμπεδοσθενής

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεδοσθενής Medium diacritics: ἐμπεδοσθενής Low diacritics: εμπεδοσθενής Capitals: ΕΜΠΕΔΟΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: empedosthenḗs Transliteration B: empedosthenēs Transliteration C: empedosthenis Beta Code: e)mpedosqenh/s

English (LSJ)

ές, A with force unshaken, βίοτος a settled, unruffled life, Pi.N.7.98.

German (Pape)

[Seite 811] βίοτος, von fester Kraft, Pind. N. 7, 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδοσθενής: -ές, ὁ ἔχων ἔμπεδον σθένος, ἀκλόνητον δύναμιν, βίοτος, ἥσυχος, ἀτάραχος βίος, Πινδ. Ν. 7. 98.

English (Slater)

ἐμπεδοσθενής
   1 steadfast and strong εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98)

Spanish (DGE)

-ές sólido, firme, βίοτος Pi.N.7.98.

Greek Monolingual

ἐμπεδοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει ακλόνητο σθένος ή σταθερή δύναμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεδοσθενής: полный несокрушимой силы (βίοτος Pind.).