ἐρίθαλλος

From LSJ
Revision as of 14:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίθαλλος Medium diacritics: ἐρίθαλλος Low diacritics: ερίθαλλος Capitals: ΕΡΙΘΑΛΛΟΣ
Transliteration A: eríthallos Transliteration B: erithallos Transliteration C: erithallos Beta Code: e)ri/qallos

English (LSJ)

ον, A growing luxuriantly, flourishing, of plants and trees, Simon.54 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1028] üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριθηλής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθαλλος: -ον, (θάλλω) ὁ σφόδρα θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. ἐριθηλής.

Greek Monolingual

ἐρίθαλλος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, (< θάλλω)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρίθαλλος: пышно цветущий (πρινὸς - v.l. πρῖνος - ἄνθος Simonides ap. Plut.).