ὀρνιθικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθικός Medium diacritics: ὀρνιθικός Low diacritics: ορνιθικός Capitals: ΟΡΝΙΘΙΚΟΣ
Transliteration A: ornithikós Transliteration B: ornithikos Transliteration C: ornithikos Beta Code: o)rniqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln eigen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.

Greek Monotonic

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθικός: птичий (τροφή Luc.).

Middle Liddell

ὀρνῑθικός, ή, όν
of or for birds, Luc.