ὑποκελεύω

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκελεύω Medium diacritics: ὑποκελεύω Low diacritics: υποκελεύω Capitals: ΥΠΟΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: hypokeleúō Transliteration B: hypokeleuō Transliteration C: ypokeleyo Beta Code: u(pokeleu/w

English (LSJ)

A do the duty of a boatswain, give the time in rowing, Luc.Cat.19:—hence ὑπο-κέλευσμα, ατος, τό, Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1220] (s. κελεύω), das Geschäft des κελευστής versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκελεύω: ἐκτελῶ τὸ ἔργον κελευστοῦ, ᾄδω τὸ ναυτικὸν κέλευσμα, ἤτοι τὴν ᾠδὴν πρὸς ἣν κωπηλατοῦσιν οἱ ἐρέται, ἦ καὶ ὑποκελεῦσαι δεήσει; Λουκ. Κατάπλ. 19.

Greek Monolingual

ὑποκελεύω ΝΑ κελεύω
νεοελλ.
ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακής
αρχ.
επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκελεύω: подавать (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.