καταπιστόομαι

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπιστόομαι Medium diacritics: καταπιστόομαι Low diacritics: καταπιστόομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: katapistóomai Transliteration B: katapistoomai Transliteration C: katapistoomai Beta Code: katapisto/omai

English (LSJ)

Med., A become security, ὑπέρ τινος πρός τινα for one to another, Plu.Cleom.21.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστόομαι: μέσ., γίνομαι ἐγγυητής, ὑπέρ τινος πρός τινα, διά τινα πρὸς ἄλλον τινά, Πλουτ. Κλεομ. 21.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se porter garant.
Étymologie: κατά, πιστόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπιστόομαι [κατά, πιστός] borg staan, zich borg stellen:. ὑπὲρ τῶν Ἀργείων... καταπιστωσάμενος πρὸς αὐτὸν degene die bij hem borg had gestaan voor de Argivers Plut. Agis et Cl. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστόομαι: давать ручательство, ручаться: κ. ὑπέρ τινος πρός τινα Plut. ручаться за кого-л. перед кем-л.