ἐνθωρακίζω

Revision as of 15:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

A arm: pf. part. Pass. ἐντεθωρακισμένος = mailed, X.An. 7.4.16.

German (Pape)

[Seite 843] den Panzer anlegen, Xen. An. 7, 4, 16, ἐντεθωρακισμένος, gepanzert.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθωρακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐνδύω τινὰ μὲ θώρακα, ὁπλίζω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐντεθωρακισμένος, φορῶν πανοπλίαν, ἔνοπλος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

revêtir d’une cuirasse.
Étymologie: ἐν, θωρακίζω.

Spanish (DGE)

estar revestido de una coraza en perf. med. ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα X.An.7.4.16.

Greek Monolingual

ἐνθωρακίζω (Α)
ντύνω κάποιον με θώρακα.

Greek Monotonic

ἐνθωρᾱκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οπλίζω, εξοπλίζω κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. ἐντεθωρακισμένος, αυτός που φορά πανοπλία, ένοπλος, αρματωμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθωρᾱκίζω: надевать броню: ἐντεθωρακισμένος Xen. одетый в броню.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to arm, equip with armour: part. perf. pass. ἐντεθωρακισμένος mailed, Xen.