συζώννυμι

From LSJ
Revision as of 16:06, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζώννῡμι Medium diacritics: συζώννυμι Low diacritics: συζώννυμι Capitals: ΣΥΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: syzṓnnymi Transliteration B: syzōnnymi Transliteration C: syzonnymi Beta Code: suzw/nnumi

English (LSJ)

A gird together, gird up, (κροκωτόν) Ar.Th.255:—Med., gird up one's loins, ib.656 (anap.), Lys.536 (lyr.). 2 Med. also, gird on one's armour, LXX 1 Ma.3.3.

German (Pape)

[Seite 972] (s. ζώννυμι), zusammengürten, verbinden, Ar. Th. 255; med., συζώσασθαι, sich gürten, 656.

Greek (Liddell-Scott)

συζώννῡμι: μέλλ. -ζώσω, ζώνω ὁμοῦ, ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», αὐτόθι 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, περιζώννυμαι τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3).

Greek Monolingual

Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].

Russian (Dvoretsky)

συζώννῡμι: опоясывать, подпоясывать Arph.; med. συζώννυσθαι Arph. подпоясываться.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζώννυμι, Att. ook ξυζώννυμι [σύν, ζώννυμι] act. helpen een gordel of riem om te doen:. σύζωσον ἀνύσας help (me) snel met de ceintuur (van de jurk) Aristoph. Th. 255. med. zijn kleding opschorten.