ἱερώσυνος

From LSJ
Revision as of 16:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερώσυνος Medium diacritics: ἱερώσυνος Low diacritics: ιερώσυνος Capitals: ΙΕΡΩΣΥΝΟΣ
Transliteration A: hierṓsynos Transliteration B: hierōsynos Transliteration C: ierosynos Beta Code: i(erw/sunos

English (LSJ)

η, ον, in Att. Inscrr. both ἱερώσ- IG22.1358.15, al. and ἱερεώσ- ib.1356, 1361; ἱερειώσ- ib.1359:—A priestly: ἱερώσυνα, τά, the parts of a victim which were the priest's perquisites, IG Il.cc., cf. SIG1038.12 (Eleusis, iv/iii B.C.), Amips.7, Phryn.PSp.77 B.

German (Pape)

[Seite 1244] priesterlich; bes. τὰ ἱερώσυνα, der Antheil des Priesters am Opfer u. die den Göttern geweihten Theile des Opferthieres, Ath. IX, 368 e; VLL., bes. B. A. 44, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερώσυνος: -η, -ον, ἱερατικός· ἱερώσυνα, τά, τὸ μερίδιον τοῦ ἱερέως ἐκ θυσίας ἢ ἐκ τῶν προσφερομένων μερῶν, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 3, ἀλλὰ κατὰ τὰ Α. Β. 44, «τὰ τοῖς θεοῖς ἐξαιρούμενα μέρη καὶ θυμιώμενα».

Greek Monolingual

ἱερώσυνος και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, -ύνη, -ον (Α)
1. ιερατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερώσυνα
α) το μερίδιο του ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα
β. τα μέρη του θύματος που καίγονταν για τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Για το -ω- του τ. βλ. λ. ιερωσύνη].