ἀνάκαρ

From LSJ
Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκαρ Medium diacritics: ἀνάκαρ Low diacritics: ανάκαρ Capitals: ΑΝΑΚΑΡ
Transliteration A: anákar Transliteration B: anakar Transliteration C: anakar Beta Code: a)na/kar

English (LSJ)

Adv., (κάρα) A up to or towards the head, upwards, Hp. ap. Gal.19.79. ἀνακάς, Adv. = ἄνωθεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 191] Kopf an-, aufwärts, Hippocr. Vgl. κατώκαρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκαρ: ἐπίρρ. (κάρα) ἐπάνω πρὸς τὴν κεφαλὴν, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἢ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἄνω, Ἱππ. (ἴσως ἀναγνωστέον ἀνὰ κάρ), πρβλ. ἐπίκαρ, κατωκάρα.

Spanish (DGE)

adv. hacia la cabeza, hacia arriba Hp. en Gal.19.79.

Greek Monolingual

ἀνάκαρ επίρρ. (Α)
επάνω στο κεφάλι, προς το κεφάλι, προς τα επάνω ή με το κεφάλι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + κάρ «κεφαλή»].