δακτυλωτός
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ή, όν, A with finger-like handles, ἔκπωμα Ion Trag.1, Didym. ap. Ath.11.468e.
German (Pape)
[Seite 520] gefingert, ἔκπωμα Ion bei Ath. XI, 468 c, wo die Erkl. zu vgl.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, ἔκπωμα Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.
Spanish (DGE)
(δακτῠλωτός) -ή, -όν
sent. dud. con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos ἔκπωμα Io Trag.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη Didyma 433.10 (III a.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α δακτυλωτός, -ή, -όν δάκτυλος
όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ.) δακτυλωτός
ονομασία γένους εχινοδέρμων.