κληματόεις
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
εσσα, εν, A of vine-twigs, τέφρη Nic. Al.530.
German (Pape)
[Seite 1450] εσσα, εν, rankig, Nic. Al. 530.
Greek (Liddell-Scott)
κλημᾰτόεις: εσσα, εν, ὅμοιος πρὸς κλάδους ἐκ κλημάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 530.
Greek Monolingual
κληματόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος κλήματα, δηλ. κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -όεις (πρβλ. αιματόεις, υδατόεις)].