νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
αἱματόεις, -εσσα, -εν και (συνηρ.) -τοῦς, -τοῦσσα, -τοῦν (Α) αἷμα
1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός
2. αιματόχρωμος, κόκκινος
3. αιμάτινος, από αίμα
4. αιματώδης, φονικός.