ληνοβάτης

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληνοβάτης Medium diacritics: ληνοβάτης Low diacritics: ληνοβάτης Capitals: ΛΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: lēnobátēs Transliteration B: lēnobatēs Transliteration C: linovatis Beta Code: lhnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A one who treads the wine-vat, Him.Or.6.3, 21.6, Sammelb.5810.12 (iv A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der Kelterer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - ἐντεῦθεν ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν αὐτόθι 355. 30.

Greek Monolingual

ληνοβάτης, ὁ (ΑM)
αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. διαβάτης, παραβάτης.