πούλιμος

From LSJ
Revision as of 18:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πούλιμος Medium diacritics: πούλιμος Low diacritics: πούλιμος Capitals: ΠΟΥΛΙΜΟΣ
Transliteration A: poúlimos Transliteration B: poulimos Transliteration C: poylimos Beta Code: pou/limos

English (LSJ)

ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for βούλιμος, Plu.2.694a. (που-perhaps not cogn. with βου- but late Boeot. spelling of πῠ- (cf. pr. n. A Πυλιμιάδας IG7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt.ku-(I.-E.qu̯ῠ 'what') in ku-purusas 'what a man!', i.e. 'a bad man', etc.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(αιολ. τ.) η βουλιμία, η αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούλιμος, κατά μία άποψη, αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. βούλιμος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, το που- αποτελεί μτγν. προφορά του πυ- (πρβλ. Πυλιμιάδας), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. ku- (πρβλ. ΙΕ qwu- «τι»)].