ἱππολάπαθον

From LSJ
Revision as of 19:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππολάπᾰθον Medium diacritics: ἱππολάπαθον Low diacritics: ιππολάπαθον Capitals: ΙΠΠΟΛΑΠΑΘΟΝ
Transliteration A: hippolápathon Transliteration B: hippolapathon Transliteration C: ippolapathon Beta Code: i(ppola/paqon

English (LSJ)

[λᾰ], τό, A Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.

German (Pape)

[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππολάπαθον, τὸ (Α)
είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λάπαθον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππόκρημνος, ιππόπορνος].