εἰστρέπομαι

From LSJ
Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστρέπομαι Medium diacritics: εἰστρέπομαι Low diacritics: ειστρέπομαι Capitals: ΕΙΣΤΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: eistrépomai Transliteration B: eistrepomai Transliteration C: eistrepomai Beta Code: ei)stre/pomai

English (LSJ)

A turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4:—Pass., fut. εἰστρᾰπήσομαι Antyll. ap. Aët.7.74.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέπομαι: μέσ., τρέπω πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ ἐντός, ὅταν καταπίῃ (ἡ σκολόπενδρα) τὸ ἄγκιστρον, ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον, εἴθ’ οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.

Spanish (DGE)

volverse, darse la vuelta hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντός Arist.HA 621a8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.

Greek Monolingual

εἰστρέπομαι (Α)
στρέφω προς τα μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἰστρέπομαι: поворачиваться (πάλιν ἐντός Arst.).