οἰδαλέος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
α, ον, A swollen, οἰδαλέους ἀμφ' ὀδύνῃς πνεύμονας Archil.9.4; χείλη οἰ. Nic.Al.210: in late Prose, Dsc.Eup.1.78, Aret.SD1.16, etc.: Comp. -ώτερος Alex. Trall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 297] geschwollen, aufgeblasen, aufgedunsen; πνεύμονες, Archil. 48; Suid. erkl. ὑγρός; sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδαλέος: -α, -ον, (οἰδέω) ἐξωγκωμένος, οἰδαλέους ἀμφ’ ὀδύνῃ πλεύμονας Ἀρχίλ. 8· οἰδ. χείλη Νικ. Ἀλ. 210.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α οἰδαλέος, -α, -ον)
εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. κερδ-αλέος)].