πανός
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ὁ, Messapian for ἄρτος, Ath.3.111c.
πᾱνός, ὁ, A torch, v. φανός.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ (panis), = ἄρτος, bei den Messapiern, Ath. III, 111 c. ὁ, = φανός, Fackel; Aesch. Ag. 275; πυρίφλεκτος, Eur. Ion 195.
Greek (Liddell-Scott)
πανός: ὁ, «πανός, ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
flambeau, torche.
Étymologie: cf. φανός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»].
(II)
ὁ, Α
ο φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το φανός.
Greek Monotonic
πᾱνός: ὁ, δάδα, = φανός, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾱνός -οῦ, ὁ poët., fakkel.
Russian (Dvoretsky)
πᾱνός: ὁ (= φανός II) факел Aesch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: torch (A. Ag. 284 [codd. φαν-], S. Fr. 184, E. Ion 195 a. 1294 [codd. πταν-], Men.).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. To be rejected Ehrlich Betonung 99 and Fick KZ 18, 416 (s. Bq and WP. 2, 14 f.); quite hypothetic Kretschmer KZ 31, 444 f.: to Germ. *spēnu- in NHG Span etc. Cf. φᾶνός s. φαίνω. -- Furnée 318 thinks the word may be Pre-greek, because of the form with πτ-.
Middle Liddell
πᾱνός, οῦ, ὁ,
a torch, = φανός, Aesch.
Frisk Etymology German
πανός: {pānós}
Grammar: m.
Meaning: Fackel (A. Ag. 284 [codd. φαν-], S.Fr. 184, E. Ion 195 u. 1294 [codd. πταν-], Men. u.a.).
Etymology: Unerklärt. Abzulehnen Ehrlich Betonung 99 und Fick KZ 18, 416 (s. Bq und WP. 2, 14 f.); ganz hypothetisch Kretschmer KZ 31, 444 f.: zu germ. *spēnu- in nhd. Span usw. Vgl. φᾶνός s. φαίνω.
Page 2,471