μεταπέτομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
v. μεταπέταμαι.
French (Bailly abrégé)
f. μεταπτήσομαι;
s'envoler ailleurs.
Étymologie: μετά, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταπέτομαι: перелетать, улетать Luc.