ἀγελάζομαι
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
Pass., A to be gregarious, flock, Arist.HA597b7, 610b2, Nic. Dam.p.151 D.; ἐς τὴν ἤπειρον Men.Prot.p.49 D.:—Act., ἀγελάσαι· κομίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 11] med., heerdenweis leben, φάτται Arist. H. N. 9, 2, 1. Nach Poll. 4, 45 auch von den Versammlungen der Schüler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάζομαι: διαιτῶμαι ἢ ζῶ ἀγεληδόν, συναγελάζομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ ἀλλήλων σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.»
French (Bailly abrégé)
s'attrouper, vivre en troupe.
Étymologie: ἀγέλη.
Spanish (DGE)
I 1formar grupos, agruparse en bandadas los pájaros φάτται Arist.HA 597b7
•en bancos los peces οἱ μὲν κυοῦντες Arist.HA 610b2, otros anim. φασὶν ... ἀγελάζεσθαι ἐν αὐτῇ (θαλάσσῃ) τὰ κήτη Philostr.VA 3.57
•de pers. reunirse, agruparse, congregarse μετ' ἀλλήλων ἀγελαζόμενοι Gr.Nyss.Paup.2.116.18, ἐς τὴν κατ' αὐτοὺς ἀγελάζονται ἤπειρον Men.Prot.10.1.88.
2 en Creta, de los jóvenes integrarse en grupos o ἀγέλαι Nic.Dam.103aa, Par.Vat.58.
II en v. act. pastorear Apoll.Met.Ps.77.158
•ἀγελάσαι· κομίσαι Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀγελάζομαι: собираться в стада, жить стаями Arst.