ἀπόρνυμαι

From LSJ
Revision as of 08:06, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρνῠμαι Medium diacritics: ἀπόρνυμαι Low diacritics: απόρνυμαι Capitals: ΑΠΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: apórnymai Transliteration B: apornymai Transliteration C: apornymai Beta Code: a)po/rnumai

English (LSJ)

A start from a place, ἀπορνύμενον Λυκίηθεν Il.5.105, cf. Hes.Th.9, A.R.1.800.

German (Pape)

[Seite 322] (s. ὄρνυμι), von einem Orte aus aufbrechen, Λυκίηθεν Il. 5, 105; ἔνθεν Hes. Th. 9; sp. D., Ap. Rh. 1, 800; Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρνῠμαι: παθ. ἀφορμῶ, «ξεκινῶ» ἀπό τινος τόπου, ἀπορνύμενος Λυκίηθεν Ἰλ. Ε. 105, πρβλ. Ἡσ. Θ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'élancer, partir de.
Étymologie: ἀπό, ὄρνυμαι.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): set out from; Λυκιηθεν, Il. 5.105†.

Spanish (DGE)

(ἀπόρνῠμαι)
partir, lanzarse desde Λυκίηθεν Il.5.105, ἔνθεν (Ἑλικῶνος) Hes.Th.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν Epic.Alex.Adesp.SHell.938.4, ποταμοῖο Colluth.6.

Greek Monolingual

ἀπόρνυμαι (Α) όρνυμαι
1. σηκώνομαι και φεύγω
2. ξεκινώ από κάποιο μέρος.

Greek Monotonic

ἀπόρνῠμαι: Παθ., ξεκινώ, αφορμώ από έναν τόπο, Λυκίηθεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρνῠμαι: двигаться, отправляться, выступать (Λυκίηθεν Hom.; ἔνθεν Hes.).