μυρρίνη
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
ἡ, v. μυρσίνη.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.
Greek Monolingual
μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.
Greek Monotonic
μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.
Russian (Dvoretsky)
μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1) мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2) миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3) миртовый венок Arph.;
4) pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.