πυλάοχος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
[ᾱ], ον,= πυλοῦχος, epithet of Dionysus, Plu.2.364f.
German (Pape)
[Seite 817] = πυλοῦχος, Plut. Is. et Os. 35, dunkel.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλάοχος: -ον, = πυλοῦχος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 364F.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gardien des portes.
Étymologie: πύλη, ἔχω.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πυλοῦχος.
Russian (Dvoretsky)
πῠλάοχος: ὁ привратник Plut.