νεκυομαντεία
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
ἡ, sub-title of Luc.Menipp.; also of the eleventh Book of the Odyssey, Hermog.Prog.2, Eust.1670.23: pl. -τίαι, = A defixiones, Gloss.
German (Pape)
[Seite 238] ἡ, = νεκρομαντεία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυομαντεία: «νεκρομαντεία» Ἡσύχ., Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 18, Κλήμ. Ἀλ. 1, 69B κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
divination par l’évocation des morts.
Étymologie: νέκυς, μαντεία.
Spanish
necromancia, adivinación por medio de los muertos
Greek Monolingual
νεκυομαντεία, ἡ (ΑΜ)
ως κύριο όν. Νεκυομαντεία
α) ο τίτλος της ενδέκατης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α
β) διάλογος του Λουκιανού, αλλ. Μένιππος
αρχ.
η επίκληση τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η νεκρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + μαντεία.
Russian (Dvoretsky)
νεκυομαντεία: ἡ некромантия, вопрошение душ умерших о будущем Luc.