ἐξυδρίας
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἄνεμος A rainy wind, Arist.Mu.394b19, Ach.Tat.Intr.p.68 M.
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, Wind mit Regen, Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυδρίας: ἄνεμος, ὁ μετὰ ῥαγδαίας βροχῆς πνέων, οἱ μεθ’ ὕδατος ἀθρόως ῥαγέντες ἐξυδρίαι (ἄνεμοι) λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 11.
Greek Monolingual
ἐξυδρίας, ο (Α)
άνεμος που πνέει με ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + θ. υδρ- (ύδωρ) + επίθημα -ίας].
Russian (Dvoretsky)
ἐξυδρίας: ὁ ветер, несущий дождливую погоду Arst.