μυχμός

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχμός Medium diacritics: μυχμός Low diacritics: μυχμός Capitals: ΜΥΧΜΟΣ
Transliteration A: mychmós Transliteration B: mychmos Transliteration C: mychmos Beta Code: muxmo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύζω A) A = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.

Greek (Liddell-Scott)

μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω): moaning, Od. 24.416†.

Greek Monolingual

μυχμός, ὁ (Α)
αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός.

Greek Monotonic

μυχμός: ὁ (μύζω), = μυγμός, στεναγμός, αναστεναγμός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μυχμός:аханье, стоны, вопли (μ. τε στοναχή τε Hom.).

Middle Liddell

μυχμός, οῦ, ὁ, μύζω
= μυγμός moaning, groaning, Od.