κερδαλέως
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière avantageuse, utile.
Étymologie: κερδαλέος.
Russian (Dvoretsky)
κερδαλέως: по соображениям выгоды (δικαίως μᾶλλον ἢ κ. Thuc.).
English (Woodhouse)
(see also: κερδαλέος) profitably