πρωτοτοκεῖα
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A v. πρωτοτόκια.
German (Pape)
[Seite 806] τά, das Recht der Erstgeburt, LXX.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
droit d'aînesse.
Étymologie: πρωτότοκος.
Greek Monolingual
τα / πρωτοτοκεῑα, ΝΑ πρωτότοκος
(δ. γρφ.) τα πρωτοτόκια.