παραβασία

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβᾰσία Medium diacritics: παραβασία Low diacritics: παραβασία Capitals: ΠΑΡΑΒΑΣΙΑ
Transliteration A: parabasía Transliteration B: parabasia Transliteration C: paravasia Beta Code: parabasi/a

English (LSJ)

ἡ, Ep. παραιβασίη, = παράβασις II, Hes.Th.220 (pl.), PLond.1.113.1 (vi A. D.), etc.: poet. παρβασία A.Th.743 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

παραβᾰσία: ἡ, Ἐπικ. παραιβασίη, = παράβασις, ΙΙ, Ἡσ. Θ. 220· ποιητ. παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

Greek Monolingual

επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ
1. πλάνη, παραίσθηση
2. ατιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

παραβᾰσία: ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ. παρβασία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παραβᾰσία: эп. Hes. παραιβασίη, Aesch. παρβασία ἡ = παράβασις 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβασία -ας, ἡ, poët. παρβασία en παραιβασία [παραβαίνω] overtreding, schuld:. αἵ τ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίαις ἐφέπουσιν die overtredingen zowel van goden als mensen bestraffen Hes. Th. 220; παλαιγενῆ... παρβασίαν de oude schuld Aeschl. Sept. 743.