παλαίγονος
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ον, = παλαιγενής, Pi.O.13.50, 14.3.
German (Pape)
[Seite 445] = παλαιγενής; Pind. Ol. 13, 48; Μινυᾶν παλαιγόνων 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, Πινδ. Ο. 13. 70., 14. 5, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 1.
English (Slater)
πᾰλαίγονος
1 ancient Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4) pro subs., μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.50)
Greek Monolingual
παλαίγονος, -ον (Α)
παλαιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].
Greek Monotonic
πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
παλαίγονος: Pind. = παλαιγενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαίγονος -ον zie παλαιγενής.
Middle Liddell
πᾰλαί-γονος, ον, = παλαιγενής, Pind.]