παλίννοστος
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ον, returning, Nonn.D.6.62, al.
German (Pape)
[Seite 450] wieder zurückkehrend, Nonn. D. 6, 62 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παλίννοστος: -ον, ὁ παλιννοστῶν, ἴδε παλίνοστος.
Greek Monolingual
παλίννοστος, -ον (Α)
βλ. παλίνοστος.