παπυρώδης

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰπῡρώδης Medium diacritics: παπυρώδης Low diacritics: παπυρώδης Capitals: ΠΑΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: papyrṓdēs Transliteration B: papyrōdēs Transliteration C: papyrodis Beta Code: papurw/dhs

English (LSJ)

ες, like papyrus, Gal.19.152, Sch.E.Or.147.

German (Pape)

[Seite 467] ες, dem Papyrus ähnlich, Schol. Eur. Or. 147.

Greek (Liddell-Scott)

παπῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΑ πάπυρος
αυτός που μοιάζει με πάπυρο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης
ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα της κόγχης του οφθαλμού.