παρόσον
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
= παρ' ὅσον, in so far as, S.E.M.7.419,al.; inasmuch as, Phld.Sign.12.
German (Pape)
[Seite 528] insofern, Sp., wie Zenob. 1, 51; S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παρόσον: παρ’ ὅσον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 419, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. καθόσον
2. καθότι, επειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ' ὅσον < παρά + ὅσος, ὅση, ὅσον).
Russian (Dvoretsky)
παρόσον: правильнее παρ᾽ ὅσον conj. поскольку Sext.