περιοδονίκης
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, one who gains victories in all the great games (cf. περίοδος IV. 2), IG3.809, 5(1).669, al., Ph.2.438, POxy.1643.2 (iii A. D.), D.C.63.8, al.
German (Pape)
[Seite 584] ὁ, s. ἡ περίοδος, D. Cass. 63, 8.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδονίκης: [νῑ], ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. περίοδος IV. 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αθλητής, νικητής και στους τέσσερεις μεγάλους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοδος + -νίκης (< νίκη)].