πιθηκίζω

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκίζω Medium diacritics: πιθηκίζω Low diacritics: πιθηκίζω Capitals: ΠΙΘΗΚΙΖΩ
Transliteration A: pithēkízō Transliteration B: pithēkizō Transliteration C: pithikizo Beta Code: piqhki/zw

English (LSJ)

play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5:—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf): barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.

German (Pape)

[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκίζω: ластиться по-обезьяньи Arph.