ποιηρός
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ά, όν, = ποιήεις, E.Ba.1048, Cyc.45, 61 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 648] = ποιήεις; Eur. Cycl. 61; βοτάνα, 45; νάπ ος, Bacch. 1046.
Greek (Liddell-Scott)
ποιηρός: -ά, -όν, = ποιήεις, Εὐρ. Βάκχ. 1048, Κύκλ. 45, 61.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
καλυμμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. του πόα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].
Greek Monotonic
ποιηρός: -ά, -όν, = ποιήεις, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ποιηρός: травянистый, злачный (νάπος, βοτάνα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιηρός -ά -όν [~ ποιήεις] grasrijk.