πολυκλινής

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλῐνής Medium diacritics: πολυκλινής Low diacritics: πολυκλινής Capitals: ΠΟΛΥΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: polyklinḗs Transliteration B: polyklinēs Transliteration C: polyklinis Beta Code: poluklinh/s

English (LSJ)

ές, lying with many, Man.3.332.

German (Pape)

[Seite 664] ές, mit Vielen zusammenliegend, Maneth. 3, 332.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλῐνής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ μετὰ πολλῶν κατακλινόμενος, Μανέθων 3. 332.

Greek Monolingual

(I)
-ές, Α
αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνη)].
(II)
-ές, Α
αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο-κλινής].