πολύηχος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύηχος Medium diacritics: πολύηχος Low diacritics: πολύηχος Capitals: ΠΟΛΥΗΧΟΣ
Transliteration A: polýēchos Transliteration B: polyēchos Transliteration C: polyichos Beta Code: polu/hxos

English (LSJ)

ον, = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj.695: metaph., χωρίον ψυχῆς Ph.1.372; βίος ταραχώδης καὶ π. noisy, Epict.Gnom.1. Adv. -χως Ael.NA12.28.

German (Pape)

[Seite 663] = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.

Greek (Liddell-Scott)

πολύηχος: -ον, = πολυηχής, Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., βίος τραχώδης καὶ π., θορυβώδης, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. -χως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύηχος, -ον, ΝΜΑ
πολυηχής
αρχ.
θορυβώδης, πολυτάραχοςβίος... πολύηχος», Επίκτ.).
επίρρ...
πολυήχως Α
με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ-ηχος].