προσφωνήεις

From LSJ
Revision as of 16:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνήεις Medium diacritics: προσφωνήεις Low diacritics: προσφωνήεις Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: prosphōnḗeis Transliteration B: prosphōnēeis Transliteration C: prosfonieis Beta Code: prosfwnh/eis

English (LSJ)

Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν, addressing, capable of addressing, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.

Russian (Dvoretsky)

προσφωνήεις: дор. ποτιφωνήεις, ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.

Middle Liddell

προσ-φωνήεις, εσσα, εν [from προσφωνέω
addressing, capable of addressing, Od.