πυκνόδους

From LSJ
Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόδους Medium diacritics: πυκνόδους Low diacritics: πυκνόδους Capitals: ΠΥΚΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: pyknódous Transliteration B: pyknodous Transliteration C: pyknodous Beta Code: pukno/dous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -όδοντος, with teeth close together, Sch.Opp. H.1.170.

German (Pape)

[Seite 815] οντος, dichtzähnig, mit dicht aneinanderstehenden Zähnen, Schol. Opp. Hal. 1, 170.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας πυκνούς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 170, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-οντος, ο, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθύων που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν σε θαλάσσιες αποθέσεις του ιουρασικού και αποτελούν τυπική μορφή τών πυκνοδόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από πλευρικά πεπλατυσμένο σώμα και κυκλικό περίγραμμα
αρχ.
αυτός που έχει πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀδούς «δόντι». Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pycnodonta].