πυρίβιος

From LSJ
Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβῐος Medium diacritics: πυρίβιος Low diacritics: πυρίβιος Capitals: ΠΥΡΙΒΙΟΣ
Transliteration A: pyríbios Transliteration B: pyribios Transliteration C: pyrivios Beta Code: puri/bios

English (LSJ)

ον, living in fire, ζῷα D.L.9.79.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβιος: [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια».

Greek Monolingual

και πυρόβιος, -ον, Α
1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι-/ πυρο- (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί-βίος, ορεσί-βιος)].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίβιος: (ρῐ) живущий в огне (ζῷα Diog. L.).