πυρσόκορσος

From LSJ
Revision as of 17:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρσόκορσος Medium diacritics: πυρσόκορσος Low diacritics: πυρσόκορσος Capitals: ΠΥΡΣΟΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: pyrsókorsos Transliteration B: pyrsokorsos Transliteration C: pyrsokorsos Beta Code: purso/korsos

English (LSJ)

ον, red-maned, λέων A.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πυρσόκομος
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος
πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό-κορσος].

Russian (Dvoretsky)

πυρσόκορσος: огненноглавый, т. е. с рыжей гривой (λέων Aesch.).