σεισοκέφαλος
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English (LSJ)
ον, shaking the head, Dsc.Eup.1.9, Id. ap. Orib. Syn.8.21.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -κέφαλος (< κεφαλή)].