στάλσις

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλσις Medium diacritics: στάλσις Low diacritics: στάλσις Capitals: ΣΤΑΛΣΙΣ
Transliteration A: stálsis Transliteration B: stalsis Transliteration C: stalsis Beta Code: sta/lsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (στέλλω) checking of a flow, Gal.Sect.Intr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

στάλσις: -εως, ἡ, (στέλλω) περιστολή, περιορισμός, Γαλην.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
μσν.
έλεγχος, εξέταση
αρχ.
ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ του στέλλω + κατάλ. -σις].