στέναγμα
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
ατος, τό, sigh, groan, moan, S.OT5, E.Or.1326, Heracl. 478, Ar.Ec.367 (all in plural), etc.
German (Pape)
[Seite 935] τό, das Geseufze; Soph. O. R. 5; ἄξια στεναγμάτων, Eur. Or. 1326; Heracl. 479.
Greek (Liddell-Scott)
στέναγμα: τό, στεναγμός, γογγυσμός, Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
στέναγμα: -ατος, τό, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, γογγυσμός, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
στέναγμα: ατος τό стон Soph., Eur., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.
Middle Liddell
στέναγμα, ατος, τό,
a sigh, groan, moan, Soph., Eur.