στεάτωμα

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτωμα Medium diacritics: στεάτωμα Low diacritics: στεάτωμα Capitals: ΣΤΕΑΤΩΜΑ
Transliteration A: steátōma Transliteration B: steatōma Transliteration C: steatoma Beta Code: stea/twma

English (LSJ)

ατος, τό, sebaceous tumour, Dsc.Eup.1.148, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.10.158, Poll.4.203:—also Dim. στεᾱτ-ωμάτιον, τό, Heliod. ap. Orib. 45.5.3.

German (Pape)

[Seite 931] τό, Talg, bes. Fettgeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεάτωμα: [ᾱ], τό, στεατῶδες οἴδημα, Γαλην., κλπ.. ἴδε Πολυδ. Δ΄, 103· - ὡσαύτως ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά.
2. ζωολ. γένος αραχνιδίων
αρχ.
στεατώδες οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + -ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)].