στρογγυλόλοβος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον, with round pods, ib.8.5.2.
German (Pape)
[Seite 955] mit runder Schote (?).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό-λοβος)].