στιβίζομαι

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβίζομαι Medium diacritics: στιβίζομαι Low diacritics: στιβίζομαι Capitals: ΣΤΙΒΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: stibízomai Transliteration B: stibizomai Transliteration C: stivizomai Beta Code: stibi/zomai

English (LSJ)

Med. or Pass., paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβι), LXX Ez.23.40, Str.16.4.17, Cyran.64.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβίζομαι: μέσ. ἢ παθ., βάπτω τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν (στίβι), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ.

Greek Monolingual

Α
βλ. στιμμίζω.

Greek Monotonic

στῐβίζομαι: Μέσ. ή Παθ., βάφω τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη βαφή (στίβι), σε Στράβ.

Middle Liddell

στῐβίζομαι,
Mid. or Pass. to paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβἰ, Strab.