συγκαταγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταγιγνώσκω Medium diacritics: συγκαταγιγνώσκω Low diacritics: συγκαταγιγνώσκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: synkatagignṓskō Transliteration B: synkatagignōskō Transliteration C: sygkatagignosko Beta Code: sugkatagignw/skw

English (LSJ)

later συγκατα-γῑνώσκω, condemn along with or at once, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495 J.:—Pass., App.BC1.62.

German (Pape)

[Seite 964] (s. γιγνώσκω), mit od. zugleich verdammen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταγιγνώσκω: βραδύτερον -γῑνώσκω, καταγιγνώσκω, καταδικάζω ὁμοῦ μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.

Greek Monolingual

και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].

Russian (Dvoretsky)

συγκαταγιγνώσκω: вместе осуждать Diod.